- μυστήριο
- Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν - όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος - όσο και κατά τη χρησιμοποίηση της κοινής γλώσσας και τη συμμετοχή ηθοποιών, κατά μεγαλύτερο μέρος ερασιτεχνών.
Ο όρος «μυστήριο» (mystere) πρωτοπαρουσιάστηκε το 1374 στη Γαλλία και τον 14o αι. κατόρθωσε να επικρατήσει και να αντικαταστήσει τους άλλους όρους που χρησιμοποιούνταν έως τότε για τον χαρακτηρισμό του λειτουργικού δράματος (ludi, historiae repraesentandae, jeu, miracle). Κοινά χαρακτηριστικά των μυστηρίων όλων των χωρών είναι, εκτός από τη χρησιμοποίηση της κοινής γλώσσας, η διαδοχή των γεγονότων και το θρησκευτικό θέμα. Η χρησιμοποίηση της λαϊκής γλώσσας γεννήθηκε από πρακτική ανάγκη: τα λατινικά ανακατεύονται με τη λαϊκή γλώσσα για να γίνουν πιο κατανοητά στον λαό· το πέρασμα έγινε βαθμιαία με την προοδευτική εισαγωγή φράσεων της κοινής γλώσσας στο λατινικό κείμενο του λειτουργικού δράματος (μεικτό δράμα), όπως γίνεται στον διάλογο των φρόνιμων παρθένων και μωρών παρθένων (Vergini prudenti e Vergini stolte), έργου που είναι πιο γνωστό με το όνομα Sponsus (Νυμφίος, τέλη 11ου αι.)· ως σκηνογραφία χρησιμοποιούνταν παραπετάσματα από ελαφρό υλικό, που βοηθούσαν στο να παρουσιάσουν πάνω στη σκηνή τους πιο διαφορετικούς τόπους: από το σπίτι της Μαρίας στη Ναζαρέτ έως το σπήλαιο της Βηθλεέμ, τον Ναό των Ιεροσολύμων, τον Γολγοθά. Καθώς είχαν καταργηθεί οι τρεις αριστοτελικές θεατρικές ενότητες (δράσης, χρόνου και τόπου), τα σκηνικά χρησίμευαν για να δείξουν περισσότερο παρά να αφηγηθούν: το μεσαιωνικό θέατρο είναι πραγματικά θέατρο ουσιαστικά οπτικό.
Στην εκλογή των θεμάτων (πάντοτε θρησκευτικών) ανάμεσα στη γέννηση, στην ανάσταση και στα πάθη, υπερίσχυσαν τελικά τα τελευταία, αναμφισβήτητα εξαιτίας της εξαιρετικά δραματικής ουσίας του θέματος, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε στην Ιταλία και στη Γερμανία όλα τα μ. ονομάστηκαν γενικά Πάθη (Passione, Passionspiel· π.χ. τα Πάθη του Όμπεραμεργκάου της Άνω Βαυαρίας που παίζονται κάθε τέσσερα χρόνια από το 1634 έως σήμερα). Και στη Γαλλία η «συντεχνία» που από τις αρχές του 15ου έως τα μέσα του 16ου αι. παρίστανε ιερά κείμενα λεγόταν «Αδελφότητα των Παθών». Οι ηθοποιοί αυτοσχεδίαζαν και πολύ σπάνια συμμετείχαν επαγγελματίες· αντίθετα έπαιρνε μέρος στην παράσταση το κοινό και συχνά ήταν βασικό στοιχείο της.
Το δραματικό μ. άνθησε στη χριστιανική Ευρώπη με βασικά κοινά χαρακτηριστικά: στη Γαλλία με το περίφημο Jeu d’ Adam, άγνωστου συγγραφέα, πρώτο λειτουργικό δράμα που παραστάθηκε στο προαύλιο εκκλησίας και που το ακολούθησαν τα θρησκευτικά δράματα του Μποντέλ και του Ριτμπέφ, έως τα διάφορα miracles και τα μεγάλα και ολοκληρωμένα mysteres, μυστήρια μεγάλων διαστάσεων που ανήκαν σε διάφορους κύκλους θεμάτων, και τα διάφορα Πάθη (Passions) με επιβλητική σκηνοθεσία. Στην Αγγλία πήραν διάφορα ονόματα: mystery play, εφόσον η υπόθεση ήταν παρμένη από την Αγία Γραφή, miracle εφόσον εξιστορούσε τα θαύματα και τη ζωή αγίων, morality play, αν το έργο είχε ηθοπλαστικό και αλληγορικό σκοπό (αυτό το τελευταίο αποκαλύπτει ήδη μια εξέλιξη του είδους και θα αποτελέσει σημαντικότατο συντελεστή στην εξέλιξη του αγγλικού θεάτρου). Στην Ισπανία και στην Πορτογαλία ονομάστηκε άουτο (auto)· σ’ αυτό προστέθηκαν οι moralidades και τελικά τα autos sacramentales, που έγιναν ονομαστά με τις λιτανείες του Σώματος του Κυρίου, που ήταν πολύ διαδεδομένες από τον 14o αι. Στη Γερμανία το θρησκευτικό δράμα έμεινε κυρίως λογοτεχνικό είδος, ενώ στην Πολωνία, αν και άνθησε αργότερα από τις άλλες χώρες, μεταμορφώθηκε πολύ, ώστε να γίνει πρωτότυπο είδος του πολωνικού θεάτρου.
Στη μεταβυζαντινή Ελλάδα, άριστο δείγμα θρησκευτικού είδους έχουμε στην Κρήτη με τη Θυσία του Αβραάμ του Βιτσέντζου Κορνάρου. Γενικά όμως το είδος αυτό δεν γνώρισε επίδοση ούτε στην ενετοκρατούμενη Κρήτη, όπου η Θυσία του Αβραάμ είναι το μοναδικό θρησκευτικό κείμενο δίπλα σε ικανό αριθμό κωμωδιών και τραγωδιών.
Οι τοιχογραφίες της «Έπαυλης των Μυστηρίων» της Πομπηίας είναι χαρακτηριστικές της διάδοσης των λατρευτικών μυστηρίων? στη φωτογραφία, τοιχογραφία (1oς αι.) που εικονίζει διάφορες φάσεις της μύησης στα μυστήρια.
Η αναπαράσταση του θείου Πάθους, θρησκευτικό μυστήριο που πραγματοποιείται κάθε δέκα χρόνια στο Όμπεραμεργκαου (Βαυαρία).
Στοιχεία μυστικισμού αναγνωρίζουν οι τεχνοκρίτες στη «Στήλη του Στρατόνικου»? πρόκειται για μία από τις επιτύμβιες στήλες που βρέθηκαν εντοιχισμένες στο τείχος της αρχαίας Δημητριάδας (Μουσείο Βόλου).
* * *το (ΑΜ μυστήριον)1. μυστική λατρεία ή συμβολική ιεροτελεστία με την οποία οι μύστες επικοινωνούν με μια θεότητα («ελευσίνια μυστήρια»)2. ιεροτελεστία με την οποία μεταδίδεται η θεία χάρη στον χριστιανό, όπως είναι το βάπτισμα, το χρίσμα, η ευχαριστία, η μετάνοια, η ιεροσύνη, ο γάμος και το ευχέλαιο3. απόκρυφο πράγμα το οποίο είναι γνωστό σε έναν ή σε λίγους, μυστικό («ἄλλοι δὲ πολὺ κομψότεροι, ὧν μέλλω σοι τὰ μυστήρια λέγειν», Πλάτ.)4. καθετί το θαυμαστό, το ακατανόητο και ανεξήγητο για την ανθρώπινη σκέψη (α. «το μυστήριο τής δημιουργίας» β. «μυστήριο παραμένει πώς διέρρευσε η είδηση»)νεοελλ.1. είδος δραματικού θεατρικού έργου, κατά τον μεσαίωνα, με θρησκευτική υπόθεση, αλλ. λειτουργικό δράμα2. θεάρεστο φιλανθρωπικό έργο, ευεργεσία («είναι τόσο δυστυχής που, αν τόν βοηθήσεις, θα κάνεις ένα μυστήριο»)3. η γνώση και η ικανότητα για επιτυχία μιας ενέργειας ή επιδίωξης4. φρ. α) «τα άχραντα μυστήρια» — η θεία μετάληψηβ) «μυστήριο (πράγμα)» — λέγεται ως έκφραση έκπληξης για κάτι το ακατανόητομσν.1. δόγμα2. προφητεία3. κρατικό απόρρητο4. στον πληθ. τὰ μυστήριαεκκλησιαστικά σκεύη5. φρ. «ὠς ἐν μυστηρίῳ» — κρυφά, εμπιστευτικά(μσν. -αρχ.) σύμβολο («τὸ μυστήριον τῶν ἑπτὰ πατέρων», ΚΔ)αρχ.1. θρησκευτική αλήθεια που αποκαλύφθηκε από τον Θεό («τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν», ΚΔ)2. κάθε επιστημονική γνώση που απαιτεί ειδική διδασκαλία και μάθηση3. ονομασία ενός φαρμάκου για τον βήχα4. στον πληθ. α) καθετί που χρησίμευε στις τελετές τών μυστηρίων, όπως συμβολικά αντικείμενα, ιματισμός κ.ά. («σεμνά στεμμάτων μυστήρια», Ευρ.)β) (ως λογοπαίγνιο) οι φωλιές τών ποντικών, οι ποντικοφωλιές («Σικελιώτην Διονύσιον, ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον καὶ τὰς τῶν μυῶν διεκδύσεις μυστήρια ἐκάλει, ὅτι τοὺς μῡς τηρεῑ», Αθήν.)5. παροιμ. «ὄνος ἄγων μυστήρια» — λεγόταν για ζώο ή και για άνθρωπο που βάσταζε βαρύτερο φορτίο από αυτό που ήταν φυσικό να βαστάζει ή για άνθρωπο που ήταν σεμνότερος από όσο πρέπει.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσ- τού μύσ-της (< μύω) + επίθημα -τήριο(ν), πρβλ. καυσ-τήριον. Για τη σημασιολογική εξέλιξη τής λ. βλ. λ. μύστης].
Dictionary of Greek. 2013.